- κλαπατσίμπαλα
- τα1. λαϊκή ονομασία διαφόρων κρουστών μουσικών οργάνων από μεταλλικούς δίσκους, κύμβαλα κ.ά.2. (γενικά) τα μουσικά όργανα.[ΕΤΥΜΟΛ. Παραφθορά τού κλαβικύμβαλον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλαπατσίμπαλα — τα είδος κρουστών μουσικών οργάνων, τάσια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)